-
1 νόσος
νόσος, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. (not [dialect] Dor., cf. Berl.Sitzb.1927.156 ([place name] Cyrene)) [full] νοῦσος, ἡ,A sickness, disease, plague, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν (sc. Apollo),ὀλέκοντο δὲ λαοί Il.1.10
; ;δολιχὴ ν. 11.172
;νοῦσοι ἀργαλέαι Hes. Op.92
:— Phrases:ἐς ν. πεσεῖν A.Pr. 473
;ἐς ν. ἐμπίπτειν Antipho 1.20
;νόσον ἐμπεπτωκέναι τοῖς κτήνεσιν X.Cyr.8.3.41
;μοι ν. ἐπήλυθεν Od.11.200
;νόσῳ ληφθέντι S.Tr. 445
; κάμνειν νόσον, ὑπὸ νόσου, v. κάμνω; ἀσθενεῖν ταύτην τὴν νόσον Isoc.19.24;ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη Hdt.1.22
; θήλεα ν. ib. 105, cf. Hdn.4.12.2; ἱερὰ νόσος, v. ἱερός IV. 8: ν. defined, Gal.7.43.2 disease of mind, esp. caused by madness, passion, vice, etc.,ν. φρενῶν A.Pers. 750
(troch.); θεία ν., i.e. madness, S.Aj. 185 (lyr.); μανιάσιν ν. ib.59; λυσσώδη ν. ib. 452; of love, Id.Tr. 491;Ἀφροδίτας ν. E.Hipp. 767
(lyr.);ἀκόλαστον ἔσχε γλῶσσαν, αἰσχίστην ν. Id.Or.10
;τῆς μεγίστης ν., ἀνοίας Pl.Lg. 691d
; ν. καὶ στάσιν οὐ ταὐτὸν νενόμικας; Id.Sph. 228a. -
2 παρασυμβάλλομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασυμβάλλομαι
См. также в других словарях:
ύπαιθρος — ο / ὕπαιθρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο, υπαίθριος (α. «ύπαιθρος χώρα» β. «ὕπαιθρος εὐνή», Ιπποκρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ύπαιθρος (ενν. χώρα) οι αγροί και τα χωριά, τα μέρη που βρίσκονται έξω από τις πόλεις και σε… … Dictionary of Greek
περισπόρια — τὰ, Α [περισπείρω] τα προάστια («δοῡναι ἡμῑν πόλεις κατοικεῑν καί τὰ περισπόρια τοῑς κτήνεσιν ἡμῶν», ΠΔ) … Dictionary of Greek